- διαμαλάσσω
- μετ. понемногу успокаивать, смягчать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαμαλάσσω — και διαμαλάττω (Α) 1. με μάλαξη καθιστώ κάτι μαλακότερο 2. μτφ. καταπραΰνω … Dictionary of Greek